- κλεπτίστατος
- κλεπτίστατος, -άτη, -ον (Α)(υπερθ. τού κλέπτης) θρασύτατος και πολύ επιτήδειος κλέφτης, κλέφταρος, κλεφταράς («τῶν ἐμῶν γὰρ οἰκετῶν πιστότατον ἡγοῦμαί σε καὶ κλεπτίστατον», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικός υπερθετικός βαθμός τού ουσιαστικού κλέπτης, γλωσσοπλασία τού Αριστοφάνη. Κατά το κλεπτίστατος πλάστηκε μεταγενέστερα και συγκριτικός βαθμός κλεπτίστερος].
Dictionary of Greek. 2013.